χαλκῆν

χαλκῆν
χάλκεος
of copper
fem acc sg (attic epic)
χαλκοῦς
of copper
fem acc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Иоанникий Лихуд — Иеромонах, родом Грек; предки его были Князья, жившие в Константинополе еще до пленения его Турками. Один из них, Константин Лихуд, с 1059 по 1064 год был Константинопольским Патриархом. Потомки их по пленении Константинополя переехали в… …   Большая биографическая энциклопедия

  • BAUCALIS — Graece βαυκάλις, cognomen Alexandri cuiusdam Presbyteri, apud Philostorgium l. 1. c. 4. sic dicta διὰ τὸ σαρκὸς ὑπερτραφοῦς ὄγκου ὑπὸ τῶ μεταφρένων αὐτοῦ σεσωρευμένον, ἄγτους ὁςτρακίνου ἐκμιμεῖςθαι χῆμα, ἅπερ οὖν Βαυκάλας ἐπιχωρίως Α᾿λεξανδρεῖς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PUTEUS — apud Scotos ad supplicia usurpatus, quibus mares furcâ suspendere, feminas puteo immergere mos; Unde ius furcarum et putei. Idem de veteribus Germanistradit Cornel. Tacitus de German. morib. Apud Plautum, poena fuit furacium coquorum, uti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SACRA Ficus — apud Dionysium, ubi de statua Navii Auguris, quam ex aere in Foro Romano positam ait ante Curiam, iuxta Sacram ficum, Καὶ ἵνα μνήμης αἰωνίου τυγχάνῃ παρα τῶ ἐπιγινομένων, ἐικόνα καταςκευάςας αὐτοῦ χαλκην̑ διέςτηςεν ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς, ἡ καὶ εἰς ἐμὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λουτήρας — ο (AM λουτήρ, ῆρος) σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῡν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ) νεοελλ. χημ. μία από τις μορφές τού μορίου τών κυκλοεξανίων μσν. το βαπτιστήριο …   Dictionary of Greek

  • περιαρμόζω — Α 1. προσαρμόζω κάτι ολόγυρα («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε λεπίδα χαλκῆν», Πλούτ.) 2. είμαι στενά συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές 3. μέσ. περιαρμόζομαι φορώ 4. παθ. (για πράγματα) είμαι προσαρτημένος πάνω σε κάτι («περὶ ὃ δὲ τοῡτο… …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”